Γιατί αναπαράγουν με οξύτητα τη συζήτηση για τα "άκρα"

Φαίνεται πως η συζήτηση για τα «δύο άκρα» αποτελεί συστατικό στοιχείο της διαπάλης της ΝΔ και της κυβέρνησης από τη μια πλευρά και του ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την άλλη.

Την αρχή έκανε η ΝΔ προπαγανδίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το άλλο άκρο της Χρυσής Αυγής. Η ΝΔ χρεώνει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι στις γραμμές του υπάρχουν τμήματα, συνιστώσες, στελέχη, που φλερτάρουν με την «ακραία αριστερή βία» ή δεν την καταδικάζουν, ή την υποθάλπουν. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη τοποθέτηση του Ν. Δένδια σε συνέντευξή του, ο οποίος σε ερώτηση του δημοσιογράφου αν υπάρχουν ακραία στελέχη στον ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι δεν μπορεί να απαντήσει, δηλαδή δεν το απέκλεισε, για να έρθει άλλη αστική εφημερίδα να κάνει ρεπορτάζ με τίτλο: «Αλέξη βγάλτους την κουκούλα».

Βεβαίως, για την τεκμηρίωση της «ακραίας» πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, του προσδίδονται χαρακτηριστικά που στην πραγματικότητα αυτός δεν έχει, όπως, π.χ., θέση απέναντι στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, αντικαπιταλιστική γραμμή κ.λπ.

Στη συζήτηση περί άκρων, όμως, προσχώρησε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, η χτεσινή «Αυγή» χαρακτηρίζει τον Αντ. Σαμαρά τον πιο «ακραίο πρωθυπουργό» από το 1974. Χρεώνει στην κυβέρνηση ότι εφαρμόζει «στρατηγική έντασης». Οτι «μπορεί να προκαλέσει κλίμα πολιτικής ανωμαλίας και τεχνητή έλλειψη πολιτικής σταθερότητας». Οτι ο Αντ. Σαμαράς «πυροδοτεί την υφέρπουσα πολιτική αποσταθεροποίηση».

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπαράθεσή του με τη ΝΔ χρησιμοποιεί τον όρο «άκρα». Της χρεώνει φλερτ με τη Χρυσή Αυγή. Της χρεώνει «στροφή προς την ακροδεξιά». Καιρό τώρα κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη σημερινή ΝΔ με αρχηγό τον Αντ. Σαμαρά, και τις προηγούμενες με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή, ή ακόμη πιο παλιά με αρχηγό τον ιδρυτή της, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Για παράδειγμα, στην ομιλία του στο Ινστιτούτο της ΝΔ «Κ. Καραμανλής» για τον ιδρυτή της ΝΔ, ο Αλ. Τσίπρας έπλεξε εγκώμια για την πολιτική του μετά τη δικτατορία. Δεν είναι τυχαία, επίσης, η τακτική παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στη ΝΔ, με τους λεγόμενους καραμανλικούς, οι οποίοι αντιτίθενται στην «ακροδεξιά στροφή» της ηγεσίας της ΝΔ, δεν υιοθετούν τη θεωρία των άκρων.

Ετσι, λοιπόν, χρεώνοντας ο ένας στον άλλο το φλερτ με τα άκρα, αλληλοκατηγορούνται για το ποιος οδηγεί στην πολιτική αποσταθεροποίηση, από ποιον κινδυνεύει η (αστική) δημοκρατία! Συμβάλλουν στον εγκλωβισμό του λαού σε έναν «κίνδυνο», υποτίθεται για τον ίδιο, τον κίνδυνο της αστάθειας, της ανωμαλίας. Καλλιεργούν ψυχολογία τρόμου από το «χάος» των «άκρων», και μέσω αυτής επιδιώκουν την παρεμπόδιση συνειδητοποίησης ότι αυτή η αντιπαράθεση ενισχύει το αστικό πολιτικό σύστημα, ενισχύει τη γραμμή χειραγώγησης και υποταγής της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων στην αστική πολιτική και στο σύστημα της εκμετάλλευσης, αναγκάζοντάς τους στην αποδοχή της βαρβαρότητας που επιβάλλουν η ανάγκη διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και η έξοδος απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου. Στοχεύουν να εξαναγκάζουν το λαό να κάνει πίσω από κάθε διεκδίκηση ικανοποίησης των αναγκών του.

Και οι δύο επενδύουν στην ίδια υπόθεση

Και οι δύο, λοιπόν, επενδύουν στην υπόθεση «άκρα». Και οι δύο με την τακτική τους ενισχύουν αυτή την άκρως αντιλαϊκή και επικίνδυνη συζήτηση. Και οι δύο δίνουν τροφή στην αναπαραγωγή ενός ακόμη εκβιαστικού για το λαό διλήμματος, ακριβώς επειδή έχουν και οι δύο στρατηγική στήριξης του συστήματος, ανεξάρτητα από διαφορές, καθένας θέλει να αναδειχθεί σε εγγυητή της αστικής νομιμότητας, κερδίζοντας την πλειοψηφία του λαού με τη δική του γραμμή, στην ενιαία όμως στρατηγική του κεφαλαίου. Οσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώνει στη ΝΔ την «προκαταβολική συκοφάντηση των αγώνων», ο ίδιος, με τη γραμμή του, ρίχνει νερό στο μύλο της γραμμής αναπαραγωγής της θεωρίας των άκρων, στο βαθμό που μεταθέτει την αντιπαράθεση στο ποιος εγγυάται την ομαλότητα και τη σταθερότητα, υιοθετώντας τον «μπαμπούλα» (δηλαδή, τον κίνδυνο αστάθειας) που προβάλλει στο λαό και η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά επιτελεία.

Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ προσδοκούν, μέσα και από την αξιοποίηση της «θεωρίας» των άκρων, να ενισχύσουν την εκλογική τους επιρροή. Θεμιτό, θα πει καθένας. Αντικειμενικά αυτό απαιτεί και την καλλιέργεια ανάλογων συνειρμών από τον έναν πόλο για τον άλλον. Είναι λογικό να διαμορφώνεται διαχωριστική γραμμή που να συμβάλλει στην εναλλαγή των αστικών συνασπισμών κομμάτων στην αστική διακυβέρνηση. Ειδικά σε συνθήκες που το δίπολο «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» έχει χάσει τη δυναμική του. Οπως πριν από την εμφάνιση των κυβερνήσεων συνεργασίας έκαναν τα αστικά κόμματα, που σήμερα συνεργάζονται κυβερνητικά. Σε αυτό το ζήτημα εξαντλείται και η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι που πρέπει να συνειδητοποιήσουν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της.

Τα αστικά επιτελεία φαίνεται να εκτιμούν ότι η όξυνση της αντιπαράθεσης με επίκεντρο την επικίνδυνη θεωρία των δύο άκρων, της αποσταθεροποίησης, βολεύει λόγω της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής, συμβάλλει στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Με τα διάφορα σενάρια που αφορούν στη δημιουργία κόμματος στα «δεξιά» της ΝΔ, ή τις διεργασίες στην «κεντροαριστερά», η οποία προβάλλεται ως άλλος αστικός πόλος, ως παράγοντας σταθερότητας και ομαλότητας, όπως έγραφε χτες μερίδα του αστικού Τύπου που στηρίζει το εγχείρημα.

Η διαμάχη μεταξύ ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη μπορεί να προκαλεί προβλήματα στην αστική τάξη, αφού προκαλεί όξυνση η οποία δυσκολεύει τη συνεννόηση των διεκδικητών της αστικής διαχείρισης όταν αυτό είναι αναγκαίο. Συνεννόηση που χρειάζεται ιδιαίτερα σε συνθήκες που δεν εξασφαλίζονται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, όπως φαίνεται και από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απειλεί την κυριαρχία της αστικής τάξης, την εξουσία της, αφού έχει στρατηγική που υπηρετεί την καπιταλιστική οικονομία.

Οι πολιτικοί διαχωρισμοί «δεξιά», «ακροδεξιά», «κέντρο», «αριστερά» κ.λπ., με τις όποιες διαφορές στις αποχρώσεις της αστικής πολιτικής και τις όποιες ασαφείς αστικές διαχωριστικές γραμμές, μπορεί και να συνυπάρχουν στα αστικά κόμματα, π.χ. το ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν αριστερά, αλλά ήταν και είναι καραμπινάτο αστικό κόμμα. Ενώ αν ανατρέξει κανείς στην ίδρυση της ΝΔ, το 1974, συνυπήρχαν σ' αυτήν δυνάμεις της Ενωσης Κέντρου αλλά και ακροδεξιές. Μην πάμε μακριά, οι δυνάμεις του ΛΑ.Ο.Σ. ήταν στη ΝΔ, έφυγαν, ενώ κάποιες επανήλθαν, π.χ. Βορίδης, Γεωργιάδης.

Αντικειμενικά, η αντιπαράθεση ΝΔ, κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ με επίκεντρο τη συζήτηση για τα άκρα είναι μέρος της αντιπαράθεσης των δύο πόλων για την αστική διαχείριση, ανοίγοντας ένα ακόμη αντιλαϊκό μέτωπο στο πολιτικό επίπεδο, που συσκοτίζει τις πραγματικές ταξικές διαχωριστικές γραμμές και συμφέροντα στην κοινωνία, τραβώντας το λαό σε στοίχιση κάτω από ξένη, εχθρική για τον ίδιο σημαία, αυτή των αστών. Εχει συγκεκριμένο στόχο, το εργατικό - λαϊκό κίνημα και τον ταξικό του προσανατολισμό, το μπόλιασμά του με την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, της εξουσίας του κεφαλαίου, τη δημιουργία συνθηκών αποσυσπείρωσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από την αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης, τη γιγάντωση εμποδίων στη χειραφέτησή της από την αστική πολιτική και την προοπτική ταξικής ενότητας και λαϊκής συμμαχίας, την κατασυκοφάντηση του αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για την εργατική, λαϊκή εξουσία. Βάζουν στο λαό παρωπίδες, τον τυφλώνουν για να μην μπορεί να δει και να συνειδητοποιήσει σε όλη αυτή την υπόθεση τον πραγματικό του αντίπαλο, που δεν είναι μόνο μια κυβέρνηση, ένα κόμμα, πολύ περισσότερο δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή, αλλά το κεφάλαιο, η εξουσία του, όλα τα κόμματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν πολιτική που δεν αμφισβητεί αλλά στηρίζει τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Ολα τα παραπάνω εμπεριέχονται στο σκοπό της με οξύτητα προβολής αυτής της ανιστόρητης, επικίνδυνης και σάπιας θεωρίας των «άκρων».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις