Ανασύνταξη του κινήματος σε ποια κατεύθυνση;

"Ημέρα ακόμη μιας, της 36ης, γενικής πανελλαδικής απεργίας, από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 (...) Η χτεσινή 24ωρη απεργία δεν εντυπωσίασε. Ηταν, απλώς, αναμενόμενα βουβή. Μια αμηχανία που επιβεβαίωνε πως η χώρα με τους βαθύτερους και απότομους εργασιακούς μετασχηματισμούς -σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης- παραμένει ταυτοχρόνως και η χώρα με το χαμηλότερο δείκτη αποτελεσματικότητας των μεγάλων κινητοποιήσεων (...)

Μόνο που η βροχή δεν ευθύνεται για το ότι η απεργία δεν πέτυχε και δεν είχε καν ένα αξιοπρεπές ποσοστό συμμετοχής που θα άξιζε με κάποιο τρόπο να το προβάλουν στη συνέχεια οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (...) Και το χειρότερο; Tα ίδια τα συνδικάτα, που ως συλλογικοί εκφραστές συμφερόντων θα έπρεπε να αναζητήσουν μια νέα ισορροπία με τα μέλη που χάνουν, ούτε που σκέφτονται να καταρτίσουν ένα μνημόνιο ανασύνταξης της δικής τους παρουσίας (...) Ισως γιατί κι αυτοί (σ.σ. οι συνδικαλιστές) ξεκόπηκαν από τα μέλη τους τόσο πολύ, που μοιάζουν πια σαν δύο κόσμοι παράλληλοι. Κι όλα πρέπει να ξαναγίνουν από την αρχή. Αλλά αλλιώς".

Τ
ο παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή», την επομένη της πανεργατικής απεργίας στις 6 Νοέμβρη. Τέτοια άρθρα, για το συνδικαλιστικό κίνημα και την «αποτελεσματικότητα» των αγώνων, πυκνώνουν τον τελευταίο καιρό στον αστικό Τύπο. Ο «προβληματισμός» τους έχει να κάνει με υπαρκτά φαινόμενα μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο εκφυλισμός, η απαξίωση των συνδικαλιστικών δυνάμεων που πλειοψηφούν για χρόνια, τους βάζει σε σκέψεις.

Γιατί; Οχι, βέβαια, επειδή οι κινητοποιήσεις είναι στην πλειοψηφία τους χωρίς μεγάλη συμμετοχή και χωρίς άμεσα αποτελέσματα από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων. Αλλά επειδή στο συνδικαλιστικό κίνημα, ο εργοδοτικός κυβερνητικός συνδικαλισμός δυσκολεύεται, έχει χάσει το κύρος που είχε παλιότερα.

Σήμερα, που το κίνημα είναι σε υποχώρηση, οι όποιες αντιδράσεις μπορεί να είναι διαχειρίσιμες. Ξέρουν όμως ότι χωρίς συνδικαλιστικό κίνημα στα μέτρα τους, θα δυσκολευτούν να τα «φέρουν βόλτα» σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης. Η κρίση είναι βαθιά, οι συνέπειές της στο λαό δεν είναι παροδικές, ακόμα κι αν έρθει αναιμική ανάκαμψη.

Ο παλιός εργοδοτικός κυβερνητικός συνδικαλισμός, που είναι δικό τους γέννημα και υπηρέτησε ευδόκιμα το αστικό πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί πλέον να παίξει το ρόλο του. Δεν έχει την ικανότητα που είχε παλιότερα να «τραβάει» λαϊκές μάζες με τη στρατηγική του κεφαλαίου. Ούτε το κεφάλαιο έχει πλέον τη δυνατότητα να ελίσσεται με παροχές, να χρησιμοποιεί την εξαγορά και την εργατική αριστοκρατία, όπως έκανε μέχρι πρόσφατα.

Γι' αυτό προσπαθούν να στήσουν το νέο εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό. Δε διστάζουν ακόμα και να απαξιώσουν τα «δικά τους παιδιά» -όπως είναι ο Τσουκαλάς και άλλοι- για να συκοφαντήσουν συλλήβδην το συνδικαλισμό, τα σωματεία, την οργανωμένη πάλη. Προσπαθούν και μ' αυτόν τον τρόπο να βάλουν εμπόδια στην ανάπτυξη αγώνων, να δυσκολέψουν την ανασύνταξη του κινήματος.

Διεργασίες μέσα σε δεδομένο πλαίσιο

Γ
ια «ανασυγκρότηση» μιλάει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Γράφει ο Γ. Χαρίσης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στην ΑΔΕΔΥ: «Τα συνδικάτα πρέπει να διαμορφώσουν τη δικιά τους εργατική πολιτική, να είναι αυτόνομα και να κρίνουν τα κόμματα και τις κυβερνήσεις γι' αυτά που λένε και κυρίως γι' αυτά που πράττουν και να παίρνουν θέση στήριξης ή αντιπαράθεσης. Δηλαδή, αν μια κυβέρνηση της Αριστεράς καταγγείλει το μνημόνιο, προχωρήσει στη διαγραφή του χρέους και στην εθνικοποίηση των τραπεζών και δεχτεί την λυσσαλέα επίθεση του κεφαλαίου, θα κρατήσει ουδέτερη στάση για να μην κακοχαρακτηριστεί;».

Ο νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός θέλει τα συνδικάτα κολαούζους στην αστική διαχείριση που υπόσχεται να ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ αν κυβερνήσει. Οπως έκαναν η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ εναλλάξ, όταν στην κυβέρνηση βρίσκονταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα.

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δει κανείς τις ανακατατάξεις που γίνονται με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο χρόνο και τις διεργασίες στο συνδικαλιστικό κίνημα, κύρια στις τριτοβάθμιες οργανώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν και μετά τις εκλογές του 2012, έδωσε στέγη σε συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ που δήλωναν «αντιμνημονιακοί». Πάνω στο ίδιο έδαφος, γίνεται προσπάθεια να προχωρήσει στο κίνημα η συμμαχία ανάμεσα σε δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

«Αντιμνημονιακή», όμως, δηλώνει και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, η οποία συγκροτείται κυρίως από τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Ως «αντιμνημονιακοί», επίσης, διάφοροι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ, όπως ο Μπαλασόπουλος, ο Φωτόπουλος και άλλοι, που διαχωρίστηκαν από την παλιά τους παράταξη, τώρα συνδικαλίζονται με την «ταμπέλα» του «ανεξάρτητου», έχοντας ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, και στην ΑΔΕΔΥ, η συγκρότηση του προεδρείου πάει να γίνει με τα ίδια «αντιμνημονιακά» κριτήρια.

Τι διαφορετικό φέρνουν όλοι αυτοί στο κίνημα, από τη σκοπιά των πραγματικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχουν τις ίδιες ιστορικές και ιδεολογικές καταβολές; Η απάντηση είναι πως τίποτα δεν έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι από τις διεργασίες όπου πρωταγωνιστούν δυνάμεις δοκιμασμένες στο πέρασμα της στρατηγικής του κεφαλαίου στο εργατικό κίνημα.

Ανεξάρτητα από το ποια «ταμπέλα» κουβαλάνε και τους ιδιαίτερους στόχους που υπηρετούν, το στρατηγικό πλαίσιο, στο οποίο κινούνται όλες αυτές οι δυνάμεις είναι αντεργατικό - αντιλαϊκό και ορίζεται από τις εξής βασικές παραδοχές: Πρώτον, ότι η ΕΕ και γενικότερα η συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, είναι «μονόδρομος» για το λαό.

Δεύτερον, ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος ανάπτυξης, πέρα από τον καπιταλιστικό. Τρίτον, ότι τα συμφέροντα εργοδοτών και εργαζομένων δεν είναι συγκρουόμενα, ότι η οικονομία είναι «εθνική». Και τέταρτο, ότι η λύση για τους εργαζόμενους θα έρθει «από τα πάνω», από μια κυβέρνηση, η οποία όμως δε θα ξεφεύγει ρούπι απ' όσα περιγράψαμε πιο πάνω.

Αυτές οι παραδοχές είναι που ορίζουν τη γραμμή τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Που τους κάνουν να συμπλέκονται και να αλληλοσυμπληρώνονται στα όργανα, να κατεβαίνουν σε πολλές περιπτώσεις «μονομπλόκ» ενάντια στο ΠΑΜΕ, να συκοφαντούν σαν «διασπαστική» την ταξική γραμμή στο κίνημα, επειδή οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ τους αποκαλύπτουν και τους πολεμούν.

Ανασύνταξη σε ταξική κατεύθυνση

Ν
α γιατί ο Γ. Χαρίσης θέλει τα συνδικάτα χειροκροτητές μιας κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή θέλει οι εργαζόμενοι να χειροκροτούν την «υγιή επιχειρηματικότητα».

Οπως αυτή των φαρμακοβιομηχάνων, που έχουν «στουμπώσει» από κέρδη, αρνούνται όμως να υπογράψουν Σύμβαση με την Ομοσπονδία του κλάδου. 'Η όπως αυτή των μεγαλεμπόρων, που έχουν συγκεντρώσει τη μερίδα του λέοντος του τζίρου, ενώ ταυτόχρονα έχουν ισοπεδώσει κάθε εργασιακό δικαίωμα, και η Ομοσπονδία των ιδιωτικών υπαλλήλων, με την υπογραφή στελεχών και του ΣΥΡΙΖΑ, συμφώνησε σε μείωση μισθών κατά 6,7% και ετοιμάζεται να υπογράψει νέες μειώσεις.

Το αστικό πολιτικό σύστημα αναζητά «συνταγές» διακυβέρνησης που θα του διασφαλίζουν από τη μια τη συνέχιση των μέτρων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και από την άλλη την «κοινωνική συνοχή», δηλαδή τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη σε μια κυβέρνηση που θα νομοθετεί και θα εφαρμόζει αυτά τα μέτρα. Συστατικό στοιχείο της αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, είναι η παράλληλη αναμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία μάλιστα προπορεύεται των διεργασιών που γίνονται σε επίπεδο κομμάτων.

Ολοι αυτοί, που, από τη σκοπιά του παλιού εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, μιλάνε για την ανάγκη να ανασυγκροτηθεί το κίνημα, αυτά έχουν στο νου τους και όχι βέβαια το πώς θα αναπτυχθεί ένα κίνημα ταξικό, ρωμαλέο, στηριγμένο στην πλατιά συμμετοχή των εργαζομένων, με αιτήματα και στόχους πάλης που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και αμφισβητούν την ΕΕ.

Μόνο ένα κίνημα, όμως, με αυτήν τη γραμμή μπορεί σήμερα να βάλει φρένο στα χειρότερα, να αποσπάσει και τη μικρότερη κατάκτηση, να ανοίξει δρόμους για να ευημερήσει ο λαός.

Το ΠΑΜΕ σημείωνε στο κάλεσμα προς την εργατική τάξη για την ανασύνταξη του κινήματος: «Σήμερα, κατά του μνημονίου εμφανίζεται να είναι ένα ευρύ φάσμα από καπιταλιστές μέχρι και τους φασίστες. Οι στόχοι μας δεν μπορεί να είναι ίδιοι και για εμάς καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο από τις ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας.

(...) Κύριο και βασικό περιεχόμενο της ανασύνταξης είναι και παραμένει η αλλαγή συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις δυνάμεις που παλεύουν για έξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων και αυτές που δρουν υπέρ του κεφαλαίου, και για τους δύο δε γίνεται. Που παλεύουν για κατάργηση και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και των αντεργατικών νόμων και όχι για συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλη κυβέρνηση. Για ρήξεις και ανατροπές με τα μονοπώλια και την ΕΕ και όχι για διαιώνιση της εξουσίας τους, της εκμετάλλευσης. Για την ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών και λαϊκών αναγκών και όχι για διαχείριση της φτώχειας. Για το δυνάμωμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις