Για να μη βγει ξανά χαμένος ο λαός

Η ρήξη με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους είναι
η προϋπόθεση για να ζήσουν οι επόμενες γενιές
καλύτερα
Ολα δείχνουν ότι τις επόμενες μέρες θα έχουμε μια ακόμα συμφωνία με τους δανειστές, η οποία θα περιέχει αντιλαϊκά μέτρα, πρόσθετα σ' αυτά που έχουν ψηφιστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και εφαρμόζονται από τη σημερινή.
Στην πραγματικότητα, και αυτή η συμφωνία θα ισοδυναμεί με «συμβόλαιο» συνέχισης της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα, σε συνθήκες ελεγχόμενης χρεοκοπίας, με μέτρα που φτηναίνουν παραπέρα την εργατική δύναμη.
Τέτοια είναι τα μέτρα για τα Εργασιακά, τους μισθούς, το Ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις και συνολικά τις αναδιαρθρώσεις που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να ανακάμψει, να προσελκύσει η χώρα ξένες επενδύσεις.
Πάνω σ' αυτό το πεδίο ξεδιπλώνονται ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που θα αφήσουν το αποτύπωμά τους και στη νέα συμφωνία.
Αυτόν τον δρόμο τον γνώρισε ο λαός. Είναι ο δρόμος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων της δεκαετίας του 1990, που στην περίοδο της κρίσης στρώθηκε με το χαλί των μνημονίων. Μέσα από εκεί πέρασαν μέτρα που σχεδιάζονταν για χρόνια στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Μέτρα που ωφελούν το κεφάλαιο, την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του.
Η συμφωνία που ετοιμάζεται να υπογράψει τώρα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, σίγουρα δεν θα ονομαστεί «μνημόνιο», θα συνεχίζει όμως την ίδια πολιτική, βασικό συστατικό της οποίας είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης.
Καμιά ανάκτηση απωλειών δεν προβλέπεται από την εποχή της κρίσης. Αντίθετα, δρομολογούνται νέες αναδιαρθρώσεις σε τομείς που σχετίζονται άμεσα με τους όρους που ζουν και βγάζουν το ψωμί τους οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Επομένως, σ' αυτούς που λένε ότι πρόκειται για μια «έντιμη» συμφωνία, απαντάμε ότι ο «κώδικας τιμής» και αυτής της κυβέρνησης καμιά σχέση δεν έχει με τους εργαζόμενους και το λαό, επειδή η διαπραγμάτευση που κάνει είναι για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Το ομολόγησε άλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μετά τη σύσκεψη της ομάδας διαπραγμάτευσης την περασμένη Τετάρτη, στο υπουργείο Οικονομικών, ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει μια συμφωνία που θα είναι «θετική για την ελληνική οικονομία».
Θα είναι, δηλαδή, μια συμφωνία που δίνει αναπτυξιακή ώθηση στο κεφάλαιο. Προϋπόθεση, όμως, γι' αυτό είναι να μειωθεί κι άλλο η τιμή της εργατικής δύναμης, να ανοίξουν νέα κερδοφόρα πεδία δράσης για τους ντόπιους και ξένους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ρήξη - καρικατούρα
Απέναντι σ' αυτή τη συμφωνία, υπάρχουν δυνάμεις μέσα στην κυβέρνηση και στις παρυφές της που ζητάνε «ρήξη» με τους δανειστές. Πώς όμως την εννοούν τη ρήξη; Για τη συντριπτική τους πλειοψηφία, «ρήξη» σημαίνει να αποφασίσει η κυβέρνηση να κάνει στάση πληρωμών προς τους δανειστές και αυτό να προκαλέσει εξελίξεις.
Το σενάριο που προκρίνουν οι οπαδοί αυτής της «ρήξης», είναι να περάσει η ελληνική οικονομία σε κατάσταση εξωτερικής υποτίμησης. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την καθιέρωση διπλού νομίσματος είτε με το να επιστρέψει η χώρα σε «εθνικό νόμισμα», εκτός Ευρωζώνης, συνδεδεμένο π.χ. με το δολάριο. Από αυτή την υποτίμηση υποστηρίζεται ότι θα δημιουργηθούν γρηγορότερα προϋποθέσεις ανάκαμψης για το κεφάλαιο.
Τι σημαίνει αυτό για το λαό; Οτι ενώ σήμερα βλέπει τη ζωή του να κατρακυλάει εξαιτίας των αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνουν οι συμφωνίες με τους δανειστές, στην περίπτωση της «ρήξης» που προπαγανδίζουν ομάδες και κόμματα μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα συνεχίσει να γίνεται το ίδιο, αλλά με άλλον τρόπο.
Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός, που θα εκτιναχθεί από την υποτίμηση του νομίσματος, σε συνθήκες που η παραγωγή, το εμπόριο, οι τράπεζες βρίσκονται στα χέρια των μονοπωλιακών ομίλων, του κεφαλαίου, θα τσακίσει το λαϊκό εισόδημα. Τα δάνεια που πληρώνει σήμερα ο λαός στους δανειστές του κράτους δεν πρόκειται να διαγραφούν, ούτε βέβαια οι οφειλές των λαϊκών νοικοκυριών προς την εφορία, τις τράπεζες και αλλού.
Κρύβουν σκόπιμα ότι σε συνθήκες διεθνοποιημένης δράσης του κεφαλαίου, όπως γίνεται στην εποχή μας, καμιά αστική τάξη δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου αποκομμένη από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, στις οποίες κυριαρχούν η ανισομετρία και η ανισοτιμία. Η κάθε χώρα, δηλαδή, συμμετέχει ανάλογα με την πολιτική και οικονομική δύναμη και ποτέ ως «ισότιμος εταίρος», όπως προβάλλεται από τη σημερινή κυβέρνηση αλλά όπως προβαλλόταν και από τις προηγούμενες.
Οσοι, λοιπόν, ταυτίζουν τη λαϊκή ευημερία με την επιδίωξη μερίδων της αστικής τάξης για ανακατάταξη των συμμαχιών της με τις χώρες της ΕΕ και τη σύσφιξη των σχέσεών της με άλλα κέντρα, κυρίως των ΗΠΑ και της Βρετανίας, αλλά και της Ρωσίας, και της Κίνας, κρύβουν την αλήθεια.
Δεν λένε, δηλαδή, ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με αυτές τις χώρες ή τους συνασπισμούς κρατών, θα συνεχίσουν να διέπονται από τους ίδιους αμείλικτους νόμους του καπιταλισμού, που καθορίζουν και τον πυρήνα των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη - μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Αλλωστε, ένα μεγάλο μέρος των αναδιαρθρώσεων που πληρώνει ο λαός για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, είναι επεξεργασμένες από υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς για τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ, όπου ένα κράτος συμμετέχει ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες συμμαχίες που συνάπτει σε πολιτικό, οικονομικό, ακόμα και νομισματικό επίπεδο η αστική τάξη της κάθε χώρας.
Γι' αυτό το λόγο η ρήξη που επικαλούνται είναι ψευδεπίγραφη, για το λαό είναι καρικατούρα, που καμιά σχέση δεν έχει με τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα.
Ρήξη με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους
Φτάνουμε, λοιπόν, στο προκείμενο: Για να μπορέσει να μπει τέλος στον κατήφορο για το λαό, τέλος στην πορεία που τον έφερε ως εδώ χρειάζεται ο λαός να διαλέξει το δρόμο της πραγματικής ρήξης, της ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους.
Αυτή η ρήξη είναι αναγκαία σήμερα, όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον. Διαφορετικά, θα βρίσκουν έδαφος και θα καρπίζουν «λύσεις» που φύονται στα θερμοκήπια της αστικής διαχείρισης και οδηγούν το λαό στο ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα, έστω κι από άλλο δρόμο.
Η πείρα από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει αυτό το συμπέρασμα. Το «συμφωνία ή ρήξη» που βάζουν στελέχη του στο λαό, προϋποθέτει και στα δύο σκέλη το συμβιβασμό με το κεφάλαιο, την ανταγωνιστικότητα, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, που συνθλίβει τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα και τις σύγχρονες ανάγκες.
Η πραγματική ρήξη που προτείνει το ΚΚΕ, δεν μπορεί να ανατεθεί και να υλοποιηθεί από μια κυβέρνηση που θα διακηρύσσει τη «συνέχεια του κράτους», που θα αποδέχεται την οικονομική κυριαρχία του κεφαλαίου, τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Η πραγματική ρήξη προϋποθέτει ένα ρωμαλέο εργατικό - λαϊκό κίνημα, που θα βάζει πρώτα απ' όλα στο στόχαστρο την εξουσία του κεφαλαίου, την οικονομική του κυριαρχία, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Είναι σύγκρουση που πρέπει να την αποφασίσει ο ίδιος ο λαός, το εργατικό - λαϊκό κίνημα, έτσι ώστε να μπορέσει να συγκροτήσει τη δική του εξουσία, την εργατική - λαϊκή εξουσία που θα στηρίζεται σε θεσμούς που θα έχει γεννήσει η ανατρεπτική εργατική - λαϊκή πάλη. Να γίνει κυρίαρχος του πλούτου που παράγει κοινωνικοποιώντας τα μονοπώλια, σχεδιάζοντας κεντρικά την παραγωγή με κριτήριο τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες. Ο κεντρικός σχεδιασμός της κοινωνικοποιημένης παραγωγής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα δημιουργήσει νέους ορίζοντες για τις λαϊκές ανάγκες και τη δυνατότητα αυτές να ικανοποιηθούν ολόπλευρα. Η ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών είναι εφικτή σήμερα, όχι όμως στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Να αποδεσμεύσει το λαό και τη χώρα από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και συμμαχίες. Με κριτήριο το αμοιβαίο συμφέρον, που για την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας θα μεταφράζεται σε συμφέρον του λαού, θα συνάψει εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες.
Αυτή η ρήξη είναι επίκαιρη σήμερα, το ζήτημα είναι να συνειδητοποιηθεί από το λαό ότι αυτός είναι ο δικός του μονόδρομος, να αποκτήσει πίστη στη δύναμη της δικής του οργάνωσης και πάλης.
Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλουν οι καθημερινοί αγώνες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που δεν διαμορφώνουν αιτήματα με βάση τις αντοχές της καπιταλιστικής οικονομίας και τα όρια της δημοσιονομικής διαχείρισης στην ΕΕ, αλλά με κριτήριο της σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Συμβάλλουν οι αγώνες που δεν αποδέχονται μια ζωή με ψίχουλα, που διεκδικούν την ανάκτηση όλων όσα έχασαν οι εργαζόμενοι την περίοδο της κρίσης.
Για μια τέτοια ρήξη, ο λαός αξίζει να κάνει θυσίες. Αλλωστε, θα είναι λιγότερες και σίγουρα πιο αποτελεσματικές από αυτές που του ζητάνε σήμερα το κεφάλαιο και τα κόμματά του για να διαιωνίζεται σε βάρος του η κερδοφορία των μονοπωλίων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις