Σε αντιλαϊκή στρατηγική σύμπλευση για την ανάκαμψη του κεφαλαίου

Ο Αλ. Τσίπρας στο βήμα της πρόσφατης 
γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ
Μια σειρά από ταυτίσεις και συγκλίσεις σε επίπεδο διαχείρισης των υποθέσεων του ελληνικού κεφαλαίου ξεπηδούν από τη σύγκριση του προγράμματος και των θέσεων της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με αυτά που προβάλλει και αξιώνει η πλευρά του ΣΕΒ. Και, βέβαια, το γεγονός αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι: Συγκυβέρνηση και ΣΕΒ συμπλέουν σε στρατηγική κατεύθυνση, στην ανάγκη των αναδιαρθρώσεων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για την «επόμενη μέρα», στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, στην προσέλκυση στην Ελλάδα και ξένων επενδύσεων, στις συνθήκες χρηματοδότησης μέσα από νέα εργαλεία και μηχανισμούς, στην απορρόφηση των κεφαλαίων που προβλέπονται στο νέο ΕΣΠΑ κ.ά. Αντίστοιχες είναι και οι ταυτίσεις που καταγράφονται στο λεγόμενο «νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο», που πρόβαλε η προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αφού και αυτό ενσωμάτωνε τις ίδιες ακριβώς προτεραιότητες και τους σχεδιασμούς των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και τμημάτων του κεφαλαίου.
Ο ΣΕΒ και η αστική πολιτική διαχείριση
«Θέλουμε μια Ελλάδα δυναμικό κέντρο της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με στέρεους θεσμούς, ελκυστικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, που προάγει τις εξαγωγές, την καινοτόμο επιχειρηματικότητα, την παραγωγή και τις ποιοτικές υπηρεσίες, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη γνώση, τη συνοχή, τις ίσες ευκαιρίες και το κράτος δικαίου». Δυσκολία ή ακόμη και πλήρη αδυναμία θα διαπιστώσει κανείς, προκειμένου να αναγνωρίσει τον «συγγραφέα» του συγκεκριμένου αποσπάσματος, αν αυτός είναι ο ΣΕΒ (που όντως είναι), ο ΣΥΡΙΖΑ με τις συνιστώσες του που το παραπάνω αποτελεί πυρήνα της στρατηγικής του, ή όποιος άλλος πολιτικός διαχειριστής του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Πίσω από τις στρογγυλεύσεις και την «εξιδανίκευση», βρίσκεται η βαρβαρότητα του κεφαλαίου. Από την ίδρυση της «αναπτυξιακής τράπεζας» που έχει ως στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ και από τη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος», μέχρι τις κρατικές ενισχύσεις στο κεφάλαιο και τη σύναψη πολύπλευρων οικονομικών και διακρατικών σχέσεων με ισχυρά καπιταλιστικά κέντρα και αγορές, εξαπλώνονται οι κραυγαλέες συγκλίσεις και ομοιότητες αυτής της πολιτικής ανάμεσα σε ΣΕΒ - συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Την ίδια ώρα, όλοι ομονοούν στην ανάγκη να καταλήξουν τα παζάρια με τους «θεσμούς» της τρόικας, σε νέα αντιλαϊκή συμφωνία, η οποία σε αυτήν τη φάση αποτελεί όρο και προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα του κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα παλαιότερης κοπής αντιλαϊκά μέτρα μαζί με αυτά που έρχονται θα παραμείνουν ως μόνιμη παρακαταθήκη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των βιομηχάνων και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου, στη διαρκή διαπάλη για την απόσπαση μεριδίων αγοράς και επιχειρηματικών κερδών.
Ο επικεφαλής του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, στο πλαίσιο της ετήσιας γενικής συνέλευσης των επιχειρήσεων - μελών, εστίασε στην «ανάγκη» να κλείσει η αντιλαϊκή συμφωνία και αυτό, γιατί, όπως υποστήριξε, «ο χρόνος τελειώνει και τα χρήματα έχουν εξαντληθεί». Παράλληλα, τόνισε ότι στο τέλος του 2014, υπήρξαν «ισχνά σημάδια ανάπτυξης», που όμως βασίζονταν στην κατανάλωση, ενώ, επισήμανε ότι «πρέπει να υπάρξει ένας συμβιβασμός, για να αποφύγουμε το ατύχημα». Και, βέβαια, για την ανάγκη του «συμβιβασμού» μιλάει τόσο η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όσο και τα άλλα κόμματα της αστικής διαχείρισης.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) O. Grillo τόνισε ότιπολλές γερμανικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται και θα ήταν πρόθυμες να επενδύσουν στην Ελλάδα, αλλά περιμένουν να δουν τι θα γίνει, καθώς δεν υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη.
Ο γενικός διευθυντής της ευρωπαϊκής εργοδοτικής οργάνωσης «Businesseurope», M. Beyrer, επεσήμανε ότι αυτήν την περίοδο υπάρχει ένα «παράθυρο ευκαιρίας», λόγω και του προγράμματος πιστωτικής επέκτασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο όμως δε θα είναι πάντοτε ανοιχτό. Και βέβαια τα προγράμματα της «νομισματικής χαλάρωσης» από την ΕΚΤ, είναι στην προμετωπίδα της πολιτικής και των αναφορών και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Ανάπτυξη για ποιον;
Για την «επόμενη μέρα», οι Ελληνες βιομήχανοι διεκδικούν νέα αντιλαϊκά μέτρα στην κατεύθυνση ισοπέδωσης της Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως παραπέρα μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, μειώσεις του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», περαιτέρω φορολογικά κίνητρα, δηλαδή φοροελαφρύνσεις, και κρατικές επιδοτήσεις για την ανάκαμψη των καπιταλιστικών επενδύσεων, κ.ά.
Οι προτάσεις του ΣΕΒ, όπως για την ανάπτυξη του «κοινωνικού διαλόγου», για τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και γενικότερα του «μη μισθολογικού κόστους» και μια σειρά από άλλες, παραπέμπουν στα προγράμματα και τους σχεδιασμούς των κομμάτων της αστικής διαχείρισης.
Και βέβαια κανείς από αυτούς δεν κάνει την παραμικρή νύξη σχετικά με την αποκατάσταση των λαϊκών εισοδημάτων και δικαιωμάτων στα προ κρίσης επίπεδα. Αντίθετα, ο πυρήνας των μέτρων της προηγούμενης μνημονιακής περιόδου θα παραμείνει σε ισχύ και μάλιστα θα διευρύνεται με νέα αντιλαϊκά μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.
Ανάμεσα σε άλλα, ο ΣΕΒ αξιώνει και τα παρακάτω:
-- Συμψηφισμό των σωρευμένων ζημιών με τα κέρδη της εκάστοτε επόμενης δεκαετίας. Επί της ουσίας, αξιώνουν την απαλλαγή τους από κάθε μελλοντικό φόρο επί των επιχειρηματικών κερδών, προκειμένου να αναπληρώσουν τη χασούρα που είχαν από την καπιταλιστική κρίση.
-- Διατήρηση της μακροβιότητας του ασφαλιστικού συστήματος μέσω της άμεσης εφαρμογής κατάλληλων μεταρρυθμίσεων. Αξιοποίηση της πανευρωπαϊκής τάσης για συνταξιοδοτικά σχήματα που λειτουργούν συμπληρωματικά με τη δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση, επαγγελματικά ταμεία, ενώ θα στηρίζονται όλο και περισσότερο στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
-- Παροχή φορολογικών κινήτρων για τις ασφαλιστικές εισφορές τόσο για τα επαγγελματικά Ταμεία όσο και για τις ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου, όπως λένε, «να τονωθεί η αποταμίευση και ο ανταγωνισμός, που θα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικά συνταξιοδοτικά συστήματα προς όφελος των εργαζομένων». Επί της ουσίας, ομολογούν, χωρίς περιστροφές, την ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση της Κοινωνικής Ασφάλισης.
-- Προώθηση της συνεργασίας των εθνικών αρχών με τις ευρωπαϊκές αρχές και τον ILO και διευκόλυνση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων για την αδήλωτη εργασία.
-- Kωδικοποίηση της εργασιακής νομοθεσίας, ώστε να υπάρχει, αφενός ασφάλεια δικαίου, αφετέρου δε να δημιουργηθεί κατάλληλο πεδίο ανάπτυξης και ισχυροποίησης του «κοινωνικού διαλόγου». Σε αυτό το πλαίσιο, αξιώνουν μέτρα μείωσης του «μη μισθολογικού κόστους», όπως την παροχή φορολογικών κινήτρων για τους εργοδότες που αυξάνουν τις θέσεις εργασίας (π.χ. μείωση φόρου εισοδήματος αντίστοιχη με το κόστος επιδόματος ανεργίας για κάθε νέα θέση εργασίας), χρηματοδότηση για κατάρτιση και πρακτική άσκηση των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας.
-- Εξισορρόπηση του φορολογικού κόστους των επιχειρήσεων για τη μισθωτή εργασία, όπου«σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ καταγράφεται μεγάλη επιβάρυνση σε φόρους και εισφορές για την Ελλάδα».
--Βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων.
--Μείωση του κόστους μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων και στοιχείων του Ενεργητικού.
-- Αύξηση του ποσοστού των ενεχύρων που αναγνωρίζει η ΕΚΤ (στο 90% από 57%) και μάλιστα με την αναγνώριση και των τιτλοποιημένων ελληνικών εταιρικών ομολόγων.
-- Μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, συμβάσεις παροχής «διακοπτόμενου φορτίου» κ.ά.
-- Ριζική αναθεώρηση των επενδυτικών κινήτρων, με όρους ανταγωνιστικότητας, αγορών, απόδοσης, καινοτομίας, εξωστρέφειας, τεχνολογίας κ.ά., με επίκεντρο τη δημιουργία κινήτρων και την άρση «εμποδίων» σε όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας.
-- Αμεση δημιουργία Επενδυτικής Τράπεζας, η οποία θα εστιάζει σε «επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας στην οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή», με έμφαση στην αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
-- «Αποσύνδεση του εθνικού κινδύνου από τον επιχειρηματικό κίνδυνο». Λόγος γίνεται για την εισαγωγή «ξεχωριστών κριτηρίων ρίσκου», ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση έργων.
-- Συμπράξεις δημοσίου - ιδιωτών για την υποστήριξη επιχειρήσεων σε διεθνείς αναδυόμενες αγορές, όπου ήδη υπάρχει αξιόλογη ελληνική παρουσία.
-- Αρση εμποδίων στο διασυνοριακό εμπόριο, με κατεύθυνση τις φτηνότερες, ταχύτερες και απλούστερες υπηρεσίες. Σε αυτό το πλέγμα, αξιώνουν τη δημιουργία «ολοκληρωμένων εμπορευματικών πυλών στα μεγάλα λιμάνια της χώρας», αλλά και τις υποδομές της «εφοδιαστικής αλυσίδας» για την«ταχύτερη και οικονομικότερη διάθεση προϊόντων στις διεθνείς αγορές».
-- Διευκόλυνση πρόσβασης ελληνικών επιχειρήσεων σε νέες αγορές. Για το σκοπό αυτό, οι βιομήχανοι αξιώνουν την ολοκλήρωση των διμερών εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες, όπως ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, τις χώρες της Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα κ.ά.), καθώς και χώρες της Κοινοπολιτείας (53 χώρες που συνδέονται με τη Βρετανία).
-- Συμπλήρωση της νομοθεσίας για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων, στα σημεία όπου «παρουσιάζονται προβλήματα» (χρόνοι αδειοδότησης, θέματα διαχείρισης κ.ά.). Επίσης, την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών πάρκων από τα κεφάλαια του νέου ΕΣΠΑ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις