Κυβερνητική προπαγάνδα και πραγματικότητα Οι τηλεοπτικές άδειες ως επικοινωνιακό "χαρτί"

Αναμφισβήτητα το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών και της ιδιαίτερης διαδικασίας που τις σφράγισε αποτέλεσε το κορυφαίο θέμα της πολιτικής συζήτησης, που μας έβγαλε από το καλοκαίρι και μας εισήγαγε στη νέα σεζόν. Σύμφωνα μάλιστα με τη χρονική περίοδο που διεξήχθη η διαδικασία αδειοδότησης και σύμφωνα με τα ελληνικά πολιτικά ήθη και έθιμα, τα οποία αναμένουν το εναρκτήριο λάκτισμα της νέας χρονιάς στη γνωστή σε όλους σεπτεμβριανή εβδομάδα της Διεθνούς ‘Εκθεσης Θεσσαλονίκης (όπου το πολιτικό προσωπικό της χώρας μεταναστεύει βραχυπρόθεσμα και μεταφέρει τις διαδικασίες αντιπαράθεσής του στην όμορφη πόλη), η όλη διαδικασία κρίθηκε επιτυχημένη από πολλούς για την κυβέρνηση. Τόσο επιτυχημένη τουλάχιστον, όσο χρειαζόταν για να γεμίσει με επικοινωνιακά λάφυρα τις βαλίτσες του πρωθυπουργού εν όψει της εμφάνισής του στη συμπρωτεύουσα.
Είναι γνωστό βέβαια, ότι πολλές φορές η επικοινωνιακή επιτυχία μπορεί και να απέχει από την πραγματικότητα, άρα τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Οπότε, ίσως αξίζει τώρα, που μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ θα αρχίσει να κατακάθεται ο κουρνιαχτός, να δούμε πιο ψύχραιμα τα πιθανά αποτελέσματα που έχει επιφέρει όλη αυτή η διαδικασία. Για να καταφέρουμε κάτι τέτοιο αξίζει να επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τις κύριες πλευρές αυτής της συζήτησης, τόσο όσον αφορά στο ζήτημα της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας της κυβέρνησης, όσο και γενικότερα όσον αφορά στη διαδικασία ή το αγαθό της ενημέρωσης και της σχέσης των μεγάλων media με το κράτος.
Τρεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτές οι κύριες πλευρές. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαπλοκή γενικά ως «φαινόμενο» και τον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα ΜΜΕ από τους ιδιοκτήτες τους σε αυτό το πλαίσιο. Η δεύτερη έχει να κάνει με την ενημέρωση ως αγαθό το οποίο μπορεί να προστατεύεται από την σκοπιά τού ποιος μπορεί να έχει βήμα, του πώς είναι δυνατόν να καταπολεμείται η διαστρέβλωση, η αποσιώπηση, η κατασκευή ειδήσεων κ.α. Το τρίτο έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί το κράτος/δημόσιο να αποκομίζει κέρδη από τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό και γενικότερα σε ποιο βαθμό επιχειρεί το κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση μέσω φορολογίας και άλλων τρόπων να πάρει από τον πλούτο ή από τα κέρδη των επιχειρηματιών και να τα αποδώσει με τη μορφή κοινωνικών παροχών σε χαμηλότερα και δοκιμαζόμενα στρώματα. Τα δύο πρώτα είναι πολύ στενά συνδεδεμένα, ενώ το τρίτο μπορούμε να το δούμε σε μια σχετική αυτοτέλεια με ιδιαίτερη σημασία στους καιρούς των μνημονίων και της κρίσης. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να συζητήσουμε για αυτές τις τρεις πλευρές ξεκινώντας αντίστροφα με αυτή της εξοικονόμησης χρημάτων για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Χρήματα για το δημόσιο/για την κοινωνία από τις άδειες
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που ομολογουμένως δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει απτά αποτελέσματα στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με την τρόικα σε σχέση με την εφαρμοζόμενη μνημονιακή πολιτική ακραίας λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, η πλευρά της λεγόμενης «ταξικά μεροληπτικής πολιτικής στο εσωτερικό» έχει αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα, τουλάχιστον επικοινωνιακά. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται, ειδικά μετά τις δεύτερες εκλογές που τον διατήρησαν στον κυβερνητικό θώκο, είτε ευθέως είτε με υπονοούμενα, ότι μπορεί να μην τα πήγε καλά έξω, αλλά θα τα καταφέρει μέσα. Θα τα παίρνει δηλαδή από τους πλούσιους και θα τα δίνει στους φτωχούς. Τώρα βέβαια όλες του οι υποσχέσεις περί «ανάπτυξης» δεν δείχνουν τίποτα τέτοιο, όλες οι πρωτοβουλίες του στο φορολογικό πεδίο τα ίδια, ακόμη και οι δεσμεύσεις που έχει συμφωνήσει ελέω θεού και τρόικας δεν του επιτρέπουν να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό και σε αυτόν τον τομέα. Υπό αυτή την έννοια το χαρτί των τηλεοπτικών αδειών υπήρξε το ισχυρότερό του σε αυτόν τον τομέα. Ένα χαρτί που δεν χρειάστηκε να κρυφτεί μεθοδικά σε κάποιο μανίκι, αντίθετα αποκαλύφθηκε συνειδητά από νωρίς στο τραπέζι.
Σε αυτό το φόντο λοιπόν η διαδικασία αδειοδότησης έτσι όπως προωθήθηκε από την κυβέρνηση και επικυρώθηκε από τη Βουλή απέφερε τελικά ένα ποσό κοντά στα 250 εκατομμύρια ευρώ για το δημόσιο. Αναλυτικότερα ξαναθυμίζουμε πως οι 4 εταιρείες που πλειοδότησαν στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες είναι οι εξής: 
1. ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΤΟΤ ΚΟΜ, ιδιοκτησίας Γιάννη Αλαφούζου με τελικό τίμημα 43,6 εκατομμύρια ευρώ, 
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ, ιδιοκτησίας της οικογένειας Καλογρίτσα με τελικό τίμημα 52,6 εκατομμύρια ευρώ, 
3. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. ιδιοκτησίας της οικογένειας Κυριακού με τελικό τίμημα 75,9 εκατομμύρια ευρώ, 
4. ALTER EGO, ιδιοκτησίας Βαγγέλη Μαρινάκη με τελικό τίμημα 73,9 εκατομμύρια ευρώ.
Πολλές οι συζητήσεις που ακόμη κρατούν για αυτό το ποσό. Πολύ ή λίγο; Δίκαιο ή άδικο; Βιώσιμο ή όχι για τις νέες αυτές μιντιακές επιχειρήσεις; Φυσικά οι απαντήσεις είναι σχετικές και εν πολλοίς έχουν να κάνουν με το από ποια σκοπιά θέτει κανείς τις ερωτήσεις.
Το ποσό πάντως σε πρώτη ανάγνωση δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Στην πραγματικότητα, και δεδομένων των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, ίσως κανείς να μην περίμενε να φτάσει τόσο ψηλά. Η κρίση βέβαια αν έχει κάποιες σταθερές πέρα από την λιτότητα και τη διαρκή πίεση του κόσμου της εργασίας, αυτές εμπεριέχουν και την όξυνση του ανταγωνισμού των επιχειρηματικών μπλοκ σε όλα τα επίπεδα, από το μικρότερο μέχρι το πιο μεγάλο. Ακόμη και στην υποβαθμισμένη Ελλάδα, οι κυρίαρχες μερίδες όλο το τελευταίο διάστημα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ο χώρος των media είναι ένα από τα πιο προφανή πεδία (σε κοινή θέα, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς) μιας τέτοιας αντιπαράθεσης, μαζί με τον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού, ο οποίος επίσης το τελευταίο διάστημα εξελίσσεται σε διαρκή αρένα ανταγωνισμών (διανθισμένη και με χαρακτηριστικά προσωπικών παθών και επιδειξιολαγνείας των ισχυρών παιχτών αυτής). Διόλου τυχαίο μάλιστα πως κάποιοι επιχειρηματίες αποτελούν πρωταγωνιστές των αντιπαραθέσεων και στους δύο αυτούς χώρους ταυτόχρονα…
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξής ερμηνεία: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε όντως αποτελεσματικότητα στο ρόλο του διαιτητή (με αρκετές δόσεις μεροληψίας υπέρ κάποιων παιχτών) στο νέο τοπίο των επιχειρηματικών ανταγωνισμών. Έκανε σαφές ότι ο τρόπος που θα επικυρωθεί η ενίσχυση συγκεκριμένων παιχτών έναντι άλλων θα είναι το ποσό που θα καταβληθεί στο δημόσιο. Έστησε έτσι τη διαδικασία της δημοπρασίας ώστε να μεγιστοποιήσει τον ανταγωνισμό που σήκωνε η περίοδος και το τελικό ποσό που θα μπορούσε να προκύψει από αυτή. Σε σχέση με το τι είχε προηγηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης η διαδικασία αυτή φαντάζει όντως δίκαιη και το ποσό μεγάλο. Φυσικά το μέτρο σύγκρισης είναι ισχνό αφού μιλάμε για κυβερνήσεις που επέδειξαν αγαστή συνεργασία έως δουλικότητα στο γενικότερο θεσμικό πλαίσιο το οποίο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζονταν από άκρατη ασυδοσία (πέρα από συγκεκριμένες στιγμές όπου και πάλι στην ουσία οι επιχειρηματικοί ανταγωνισμοί και τα ξεκαθαρίσματα επέβαλλαν στο κράτος τη λήψη όχι νομοθετικών αλλά εκτελεστικών μέτρων, βλέπε σκάνδαλο Κοσκωτά).
Ο χώρος όμως των media, όπως και του επαγγελματικού αθλητισμού, εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα. Δεν αποτελεί πεδίο καθαρής «αυτόνομης» κερδοφορίας για τους ισχυρότερους οικονομικούς παίχτες του. Δηλαδή, ενώ μια εταιρία τηλεοπτικών παραγωγών (που σχεδιάζει και υλοποιεί εκπομπές τις οποίες στη συνέχεια πουλάει σε κάποιο κανάλι) οφείλει συνήθως να μπορεί να αποκομίζει κέρδος από αυτή και μόνο τη διαδικασία ή ένα γραφείο μάνατζερ που εκπροσωπεί πετυχημένους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές οφείλει να επιβιώνει οικονομικά από τις αγοραπωλησίες παιχτών που γίνονται με ομάδες, ένας μεγαλομέτοχος μίας ΠΑΕ ή μίας ΑΕ που κατέχει έναν τηλεοπτικό σταθμό δεν μετράει την επένδυσή του με όρους που αφορούν αποκλειστικά την οικονομική λειτουργία αυτών. Οι ισολογισμοί των εταιριών του δεν μπορούν να δείξουν το κέρδος που αποκομίζει από αυτές, γιατί απλούστατα το μεγαλύτερο κομμάτι του κέρδους αυτού δημιουργείται και εκφράζεται εν τέλει σε άλλους τομείς των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων. Τα (υπο)προϊόν της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα media ή τον αθλητισμό έχει να κάνει με την διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης και την χειραγώγηση της λεγόμενης «κοινής γνώμης», την επίτευξη δημοφιλίας για το πρόσωπο και τις δραστηριότητες του επιχειρηματία, την άσκηση πίεσης με πολλαπλούς τρόπους στις διάφορες μερίδες του πολιτικού προσωπικού. Και αυτό το υποπροϊόν συμβάλλει στις υπόλοιπες δραστηριότητές του ή σε δραστηριότητες άλλων επιχειρηματικών κύκλων με τους οποίους συνεργάζεται. Αυτή η δυσκολία είναι που καθιστά δύσκολη την ακριβή ποσοτικοποίση της τελικής αποτίμησης και αυτής της διαδικασίας που έλαβε χώρα τις προηγούμενες μέρες, μας επιτρέπει όμως να έχουμε σαφή εικόνα.
Οι υπόλοιπες επιχειρηματικές δραστηριότητες των ίδιων αυτών επιχειρηματικών μπλοκ στις οποίες μετακυλίονται τα οφέλη της παρουσίας τους στα media μένουν ανέγγιχτες από την μνημονιακή πολιτική ή, στην πραγματικότητα, ευνοούνται τόσο με τις μειώσεις των μισθών όσο και με την διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η αύξηση της φορολόγησης στις περιουσίες και τις δραστηριότητές τους παραμένει ανέκδοτο. Και κάπως έτσι η συζήτηση της επόμενης μέρας έχει να κάνει με το Eurogroup και τα προαπαιτούμενα που δεν έχουν ικανοποιηθεί και τις περικοπές συντάξεων που μοιάζουν με ξεθωριασμένο σενάριο τηλεοπτικής σειράς που ανακυκλώνεται βαριεστημένα σε ατέλειωτες νέες σεζόν. Μήπως δεν είναι τελικά και τόσα πολλά τα χρήματα; Και μήπως η δικαιοσύνη που διαφημίζεται μοιάζει με την δικαιοσύνη αυτού που συλλαμβάνει έναν δολοφόνο και του αποσπά το μαχαίρι που κρατά και τελικά αντί να τον τιμωρήσει / περιορίσει τον αφήνει ελεύθερο ώστε να μπορεί στο επόμενο στενό να προμηθευτεί νέο μαχαίρι;
Χτύπημα της διαπλοκής
Παίρνοντας την πάσα από τα προηγούμενα, ας ξαναπούμε ότι η διαπλοκή των επιχειρηματικών συμφερόντων με το κράτος (που δεν είναι πάντα παράνομη ή εμφανής ή σκανδαλώδης) στο χώρο των media έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν αφορά τον στημένο διαγωνισμό, τα μυστικά κονδύλια εταιριών (όπως η Siemens) για μίζες κυβερνητικών ή τα υπεροκοστολογημένα τιμολόγια αγοράς εξοπλισμών και υλοποίησης δημοσίων έργων. Αφορά όλα όσα προηγούνται και έπονται των παραπάνω ώστε να μπορεί η οικονομική και πολιτική εξουσία να τα πράττει …σχετικά ανενόχλητη. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να σκεφτεί όχι άδικα κάποιος πως μία κοινωνία που δεν θα κινείται σε κατεύθυνση διαφορετική από τη σημερινή, όπου οι λίγοι οικονομικά και πολιτικά ισχυροί δρουν ανενόχλητοι, δεν θα μπορούσε να ελπίζει πραγματικά ότι θα γλίτωνε από την κρυφή και φανερή διαπλοκή αλλά και τον τρόπο που επηρεάζει την ενημέρωση στην οποία έχει πρόσβαση για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Παρόλα αυτά, τέτοιες κοινωνικές αλλαγές όπως αυτές που υπονοούνται παραπάνω δεν γίνονται με κανέναν τρόπο εν μια νυκτί. Έτσι θα μπορούσαμε ακόμη και σήμερα να συζητήσουμε για μέτρα που θα κινούνταν σε καλύτερη κατεύθυνση. Υπήρχαν άραγε τέτοια σε αυτή την πρωτοβουλία της κυβέρνησης που συζητάμε εδώ; Η απάντηση είναι αρνητική. Ακόμη και οι συζητήσεις που είχαν προκύψει στο παρελθόν όπως αυτή του «βασικού μετόχου» (από την κυβέρνηση Καραμανλή στο πλαίσιο φυσικά συγκεκριμένης διένεξης τότε με επιχειρηματία – υπερεργολάβο) σήμερα απουσιάζουν εκκωφαντικά. Οι συζητήσεις αυτές δεν εμπεριέχουν τίποτα άλλο πέρα από θεσμικά μέτρα χαμηλής ισχύος που θέτουν ασυμβίβαστο μεταξύ επιχειρήσεων που σχετίζονται με το κράτος (όπως δημόσια κατασκευαστικά έργα) και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον χώρο των media. Δηλαδή, μια νομοθετική πρωτοβουλία που γίνεται στο όνομα της κάθαρσης από την διαπλοκή, και μάλιστα από μία κυβέρνηση που αποκαλείται αριστερή, σφραγίζει την κανονικότητα της απουσίας ακόμη κι ελάχιστων θεσμικών μέτρων απέναντι σε αυτή. Μέτρων που απλά θα έκαναν στην πραγματικότητα τη ζωή συγκεκριμένων επιχειρηματιών δύσκολη χωρίς να την αλλάζουν άρδην, για να πούμε την αλήθεια…
Εν τέλει, σε όλη αυτή τη διαδικασία αναδείχθηκε ένα ευρύτερο ζήτημα που σχετίζεται με το τί ακριβώς είναι η περιβόητη διαπλοκή. Μία συνηθισμένη θέση, την οποία βολικά προώθησε είναι η κυβέρνηση, είναι ότι η διαπλοκή σχετίζεται είτε με την έλλειψη ηθικού χαρακτήρα από την πλευρά των ιδιοκτητών των ΜΜΕ είτε με την οικονομική αδυναμία, η οποία τους σπρώχνει στα χέρια των τραπεζών ή με έναν συνδυασμό αυτών των δύο. Σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκονται και οι ανέντιμοι πολιτικοί και έτσι συγκροτείται το γνωστό τρίγωνο «πολιτική εξουσία – τράπεζες – ΜΜΕ». Αν και υπάρχουν όψεις της αλήθειας στα παραπάνω, αυτές χάνονται μέσα στη γενική συσκότιση, η οποία αποκρύπτει τη βασική αρχή ότι και οι τρεις πλευρές του τριγώνου επιδιώκουν ενεργητικά αυτή τη σχέση, ανεξάρτητα από ηθικές αρχές αλλά και από οικονομικά προβλήματα.Ειδικά τα ΜΜΕ, όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν είναι μία ακόμα καπιταλιστική επιχείρηση. Έχουν την ιδιομορφία να είναι σπανίως κερδοφόρα με ικανοποιητικό ποσοστό ενώ η οικονομική ύπαρξή τους δεν εξαρτάται τόσο άμεσα από τις πωλήσεις του εμπορεύματός τους αλλά από την απήχηση και τη δυνατότητά του να τραβήξει διαφημιστικά έσοδα. Η κατανομή των εσόδων δεν ακολουθεί πάντα τον τυπικό «ορθολογισμό» της ελεύθερης αγοράς, καθώς, πέρα από διαφημιστικό χώρο, μπορεί να αγοραστεί η προώθηση πολιτικών θέσεων, επωφελών για ορισμένα συμφέροντα. Όπως μπορείτε να δείτε και εδώ, η κατανομή των διαφημιστικών εξόδων των τραπεζών δεν είναι καθόλου ανάλογη με την επιτυχία ενός προϊόντος της τηλεόρασης ή του Τύπου. Δύο τινά μπορεί να ισχύουν εδώ: Είτε ότι το τμήμα μάρκετινγκ των διαφημιζόμενων τραπεζών αποτελείται από ανίκανους που ξοδεύουν τα χρήματα της εταιρείας σε ΜΜΕ αμφίβολης απήχησης, είτε ότι, μαζί με το διαφημιστικό χώρο, αγοράζουν συγκεκριμένες πολιτικές εξυπηρετήσεις που μεταφράζονται σε στοχευμένα άρθρα, επιλεκτική ανάδειξη ή απόρριψη συγκεκριμένων ειδήσεων και συνολική υιοθέτηση μίας ενημερωτικής γραμμής φιλικής προς το διαφημιζόμενο.
Το αγαθό της ενημέρωσης: Υπάρχει εν τέλει εναλλακτική;
Ένα από τα ζητήματα που απουσιάζουν εκκωφαντικά από τη συζήτηση για τις άδειες είναι το ποιοί, με αυτό το σύστημα, δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να πάρουν άδεια. Πρόκειται, φυσικά, για κάθε εναλλακτική, ριζοσπαστική φωνή που δεν εκφέρεται από κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία και διεκδικεί μία θέση στο τηλεοπτικό πεδίο για να αναδείξει όσα κρύβονται ή διαστρεβλώνονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Τα εμπόδια που τέθηκαν σε οποιοδήποτε εναλλακτικό μοντέλο ενημέρωση ήταν πολλαπλά. Καταρχάς, ο διαγωνισμός για τις άδειες εθνικής εμβέλειας αφορούσε μόνο εταιρείες που έχουν τη μορφή Α.Ε., αποκλείοντας εξ αρχής κάθε μορφή συνεταιριστικής επιχείρησης που θα μπορούσε να υπάρξει. Στη συνέχεια, και με δεδομένο ότι δόθηκαν μόνο 4 άδειες, διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο πλειστηριασμού για να ευνοηθεί η πλειοδοσία και οι ισχυρότεροι παίκτες. Δεν προκαλεί εντύπωση ότι τα λιγότερα που δόθηκαν για μία άδεια ήταν 43.6 εκατομμύρια (για τον ΣΚΑΙ) ενώ έφτασε μέχρι και τα 75.9 εκατομμύρια (για τον ΑΝΤ1). Πρέπει να σκεφτούμε τι σημαίνει αυτό σε συνθήκες ύφεσης, με τα διαφημιστικά έσοδα περιορισμένα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η περιβόητη έκθεση της Φλωρεντίας για τα ΜΜΕ τα υπολογίζει περίπου στα 200 εκατομμύρια. Στην πράξη, άδεια μπορεί να διεκδικήσει μόνο επιχειρηματίας με πολλαπλές δραστηριότητες και «ανοίγματα», το κανάλι θα είναι αναγκαστικά ζημιογόνο και, όπως είναι αναμενόμενο, θα χρησιμοποιηθεί για να φέρει οικονομικά ανταλλάγματα με έμμεσο τρόπο. Συνεπώς, όλος ο διαγωνισμός ήταν εξ αρχής στοχευμένος σε συγκεκριμένα συμφέροντα, αποκλείοντας κάθε σχέδιο για ένα κανάλι χαμηλότερου μπάτζετ. Σε αυτό συνέβαλαν και η τεχνητή διόγκωση ορισμένων, αναγκαίων γενικά, κριτηρίων, όπως ο αριθμός των εργαζομένων, όπου θεσπίστηκε ότι απαιτούνται 400 εργαζόμενοι για άδεια εθνικής εμβέλειας, ενημερωτικού χαρακτήρα γενικού περιεχομένου. Το σκεπτικό της κυβέρνησης ήταν ότι «το μέγεθος δίνει αξιοπιστία», θεωρώντας ότι ένας σταθμός με μεγάλο αριθμό εργαζομένων και ισχυρά κεφάλαια πίσω του θα αποφύγει την εξάρτηση από τραπεζικά δάνεια, θα τηρεί τις συμβάσεις και θα είναι πιθανότερο να παρουσιάζει πιο πλουραλιστικά τις απόψεις. Η άποψη αυτή είναι, τουλάχιστον, έωλη. Αρκεί να θυμηθούμε πού κατέληξε το, κραταιό πριν 10 χρόνια, Mega αλλά και πόσο πλουραλισμό και αξιοπιστία είχε κατά τα χρόνια της παντοδυναμίας του.
Η απάντηση που είθισται να δίνεται στο γιατί να έχουν μόνο μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα πρόσβαση σε τηλεοπτικές άδειες σχετίζεται με το ποιός άλλος θα μπορούσε να την πάρει. Ευτυχώς για όσους αναζητούν εναλλακτική ενημέρωση, υπήρχαν επιλογές και θα υπάρξουν ξανά. Ο αυτοδιαχειριζόμενος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της ERT Open και η ΕΡΤ 3 που εξέπεμπε πρόγραμμα που παρήγαγαν συνεταιριστικά οι εργαζόμενοί της αποτελούσαν τέτοια παραδείγματα, τα οποία σε γενικές γραμμές είχαν πετύχει υψηλότερα επίπεδα τηλεθέασης από τους κρατικούς προκατόχους τους, αλλά και από τους ανανεωμένους επίγονους τους. Ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την οποία πήρε πριν την υπογραφή του 3ου μνημονίου, να επιστρέψει στο μοντέλο της κυβερνητικής, κατ’ όνομα δημόσιας, τηλεόρασης και να μη στηρίξει αυτά τα μοντέλα. Πλέον, με το νόμο που ψήφισε, φαίνεται να βάζει ταφόπλακα και σε μελλοντικά, αντίστοιχα πειράματα. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν αφορά την κυβέρνηση ούτε, βέβαια, τους μεγαλοκαναλάρχες.Αντίθετα, είναι στοίχημα για την κοινωνική πλειοψηφία να διεκδικήσει την εκπροσώπησή της στο τηλεοπτικό πεδίο και να μην αναμένει μοιρολατρικά τον πλουραλισμό των ιδιωτικών καναλιών. Είναι ζήτημα των μαζικών κινημάτων και των συλλογικοτήτων που υπάρχουν εντός τους να μην αποδεχθούν το πέταγμα εκτός της εκπομπής προγράμματος εθνικής εμβέλειας ούτε να συμβιβαστούν σε μία λογική που θέλει τις εναλλακτικές φωνές να αρκούνται στο διαδίκτυο ενώ οι δημόσιες συχνότητες είναι για τα μεγάλα συμφέροντα. Είναι ζήτημα όλων μας το κατά πόσο θα ξεμπροστιαστεί η επιλεκτική «μαχητικότητα» των σωματείων του Τύπου και θα δημιουργηθούν συλλογικότητες που θα υπερασπίζονται πραγματικά τους εργαζόμενους και ανέργους των ΜΜΕ συγκροτημάτων.
Σε αυτή τη διαδικασία, μπορεί να ανοίξει ξανά η συζήτηση για την ενημέρωση με άλλους όρους. Στόχος είναι, κατά τη γνώμη μας, να οριστούν εκ νέου ο πλουραλισμός και η ποιότητα της ενημέρωσης, με κριτήριο όχι το πόσοι μεγαλοεπιχειρηματίες πήραν άδειες αλλά με το κατά πόσο βρίσκουν χώρο έκφρασης στα ΜΜΕ αυτοί που στερούνται φωνής, οι εργαζόμενοι και οι μετανάστες, οι νέοι χωρίς μέλλον, οι άνεργοι που βιώνουν την ανεργία όλο το χρόνο και θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και αφού σταματήσει το υποκριτικό ενδιαφέρον του Mega, και του κάθε Mega, για αυτούς. Στο νέο, «αποκαθαρμένο» τηλεοπτικό τοπίο δεν φαίνεται καμία ελπίδα για κάτι τέτοιο ούτε φαίνεται να τρέφει κανείς την αυταπάτη ότι στα χέρια του Μαρινάκη, ο οποίος απειλείται με προφυλάκιση για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης στο ποδόσφαιρο, και του Αλαφούζου, που δεν κατάφερε να δικαιολογήσει 50 εκατομμύρια από την περιουσία του, ανοίγουν νέες προοπτικές για την ενημέρωση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις