Τα διλήμματα του κεφαλαίου δεν είναι του λαού

Οσο περισσότερο κλιμακώνονται οι εκβιασμοί σε βάρος των εργαζομένων στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης» του 3ου μνημονίου, τόσο περισσότερο πρέπει να ενταθεί η επιθετική διεκδίκηση των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων με άξονα τις σύγχρονες ανάγκες τους και όχι με άξονα τις «θυσίες» για την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Ενα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το ποιες δυνάμεις βιάζονται να «κλείσει» η «αξιολόγηση». Είναι φανερό ότι η αγωνία για την «επιτυχή» και «έγκαιρη» ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ανήκει στην κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, στους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τους συμμάχους τους. Δηλαδή σε όλους όσοι τα προηγούμενα χρόνια φόρτωσαν με σκληρά αντιλαϊκά μέτρα την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Γι' αυτό το λόγο οι δυνάμεις αυτές εξασκούνται ξανά στο γνώριμο παιχνίδι εκβιασμών, φανερών και κρυφών, για να αποσπάσουν τη λαϊκή ανοχή στα νέα μέτρα.
Βεβαίως, το ότι η δραματοποίηση της διαπραγμάτευσης που ζούμε τις τελευταίες μέρες έχει ως στόχο την τρομοκράτηση της εργατικής τάξης, ώστε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα τη νέα κλιμάκωση της επίθεσης εναντίον της είναι η μισή αλήθεια. Κι αυτό γιατί η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι η ανησυχία για την πορεία των διαπραγματεύσεων στα αστικά επιτελεία έχει υπαρκτή βάση, όχι όμως σε σχέση με το αντιλαϊκό της περιεχόμενο.
Ανησυχίες για τα χρονοδιαγράμματα...
Για παράδειγμα, είναι γεγονός ότι η αστική τάξη της χώρας, και μαζί της το πολιτικό της προσωπικό, αγωνιούν για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της. Κι επειδή «ανταγωνιστική επιχείρηση» σημαίνει καταρχήν «φθηνός εργάτης», είναι καθαρό ότι τα καλέσματα του ΣΕΒ στην κυβέρνηση να κλείσει όλες τις εκκρεμότητες και να γίνει ακόμα πιο αποφασιστική στις αναδιαρθρώσεις είναι πέρα για πέρα «δικαιολογημένη». Π.χ. οι προτάσεις του ΣΕΒ για ένα μνημόνιο «plus», που θα υπερβαίνει το εγχειρίδιο των δανειστών, είναι αρκετά χαρακτηριστικές.
Αλλο τόσο «δικαιολογείται» η βιασύνη κυβέρνησης, αστικών κομμάτων και κεφαλαίου να κλείσουν τα «ανοιχτά μέτωπα» της «αξιολόγησης», με ό,τι σημαίνει αυτό για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, στο όνομα των σφιχτών χρονοδιαγραμμάτων: Είτε για να μη χάσουν το τρένο της «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE), είτε για να προλάβουν τις εκλογές σε κράτη της ΕΕ. Ποιον αφορά, όμως, στ' αλήθεια αυτή η περιβόητη «χαλάρωση»; Μήπως θα αυξηθούν οι μισθοί των εργατοϋπαλλήλων; Μήπως οι συνταξιούχοι θα ανακτήσουν τις απώλειές τους; Μήπως οι άνεργοι θα βρουν μόνιμη και σταθερή δουλειά, με πλήρη κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα; Μήπως θα ανακουφιστούν από τα χρέη σε τράπεζες και κράτος οι φτωχοί αυτοαπασχολούμενοι; Τίποτα από τα παραπάνω δεν πρόκειται να γίνει με την πρόσβαση του ελληνικού κεφαλαίου σε φθηνότερο χρήμα.
Το αντίθετο συμβαίνει: Οσο περισσότερο ικανοποιούνται οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, τόσο περισσότερα θα πληρώνουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Είναι χαρακτηριστική η θέση των Ελλήνων βιομηχάνων για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», δηλαδή για ακόμα μεγαλύτερο πετσόκομμα του αφορολόγητου ορίου, που πλέον θεωρείται δεδομένο ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Κι αυτό γιατί περισσότεροι φόροι από την εργατική - λαϊκή οικογένεια σημαίνει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης για το κεφάλαιο, ώστε να ενθαρρυνθεί η «επιχειρηματική δραστηριότητα».
...και για το μέλλον των ιμπεριαλιστικών ενώσεων
Εκτός από τα παραπάνω, οι πολυποίκιλοι εκβιασμοί, που δέχεται κλιμακωτά η εργατική τάξη κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις οδηγούν σε άλλη μια επώδυνη συμφωνία, συμπληρώνονται (και αυτή τη φορά) από το άνοιγμα της συζήτησης για το ευρώ, αναθερμαίνοντας το ενδεχόμενο «grexit». Κι εδώ όμως η συζήτηση «πατάει» σε υπαρκτές αντιθέσεις και ανησυχίες που εκδηλώνονται στο εσωτερικό της αστικής τάξης.
Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης οξύνεται το τελευταίο διάστημα και, με τη μαστοριά που διακρίνει τα αστικά κόμματα, αξιοποιείται ως άλλο ένα επεισόδιο στο κρεσέντο των εκβιασμών τους. Ομως, το ενδεχόμενο αυτό εδράζεται στην ίδια τη φύση των ενώσεων καπιταλιστικών κρατών, όπως η ΕΕ και η ΟΝΕ, που δομούνται με προσωρινούς συμβιβασμούς, οι οποίοι κλονίζονται ιδιαίτερα σε περιόδους βαθιών και συγχρονισμένων κρίσεων, ανακατατάξεων στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Οι δηλώσεις του αξιωματούχου των ΗΠΑ, που θα αναλάβει πρέσβης στην ΕΕ, ότι «δεν θα υπάρχει ευρώ σε 18 μήνες», η αντίστοιχη εκτίμηση του Ρώσου πρέσβη στην ΕΕ για το ισχυρό ενδεχόμενο «πιο μικρής ΕΕ», οι πρόσφατες δηλώσεις του Ν. Ξυδάκη για τη δραχμή, δεν γίνονται επειδή δεν έκανε ακόμα αρκετές θυσίες ο ελληνικός λαός και πρέπει να κάνει κι άλλες. Η ρευστότητα στην ΕΕ και η αβεβαιότητα για το μέλλον της είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών στην απαξίωση κεφαλαίου, που τροφοδοτούν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Αποτελούν κομμάτι της γενικότερης διαπάλης. Ο λαός πρέπει, λοιπόν, να δει ότι η «μεγάλη εικόνα», που λεπτομέρειά της είναι τα παζάρια γύρω από την «αξιολόγηση» και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το ελληνικό πρόγραμμα, συντίθεται από το Brexit και τους όρους υλοποίησής του, τις πιθανές προσαρμογές στη στάση του ΔΝΤ μετά την εκλογή Τραμπ, τις αντιθέσεις τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ και ιδιαίτερα ΗΠΑ - Γερμανίας. Επιπλέον, όλα τα παραπάνω παζάρια διεξάγονται σε ένα περιβάλλον με μεγάλη αστάθεια, με τις εστίες έντασης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και το Κυπριακό να ξεχωρίζουν.
Ο λαός να αποκτήσει το δικό του σχέδιο
Αν κάτι σημαίνουν τα παραπάνω για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι ότι όσο κλιμακώνονται οι συγκρούσεις διαφορετικών αστικών σχεδιασμών και γίνονται φανερές οι «αντανακλάσεις» τους στο «ελληνικό πρόβλημα», τόσο πρέπει να οργανώνεται η αυτοτελής λαϊκή πάλη, μακριά από όλα τα σενάρια αστικής διαχείρισης. Η οργάνωση της πάλης πρέπει να προχωρήσει, έχοντας καθαρό ότι οποιαδήποτε «λύση» κι αν επέλθει με έναν ακόμα πρόσκαιρο συμβιβασμό, αφενός θα είναι από χέρι αντιλαϊκή, αφετέρου θα προετοιμάζει την επόμενη «εμπλοκή» και τον νέο γύρο των διαπραγματεύσεων. Η πραγματικότητα αυτή θα ακολουθεί για πολύ καιρό ακόμα τις προσπάθειες ξεπεράσματος της κρίσης, ενώ ακόμα κι αν επιτευχθεί η όποια αναιμική ανάκαμψη θα είναι δεδομένη η μη επιστροφή στις «αμαρτίες» του παρελθόντος όπως βαφτίζουν οι αστοί όποιες κατακτήσεις είχαν καταφέρει να κατοχυρώσουν οι εργαζόμενοι με σκληρούς αγώνες.
Οι δρόμοι για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι δύο: Ο ένας είναι να συμμερίζονται τις αγωνίες του κεφαλαίου, της κυβέρνησης και των αστικών κομμάτων για το γρήγορο κλείσιμο της «αξιολόγησης», ώστε να αποφευχθούν «περιπέτειες». Να σκύψουν το κεφάλι αναμένοντας την υλοποίηση των μέτρων ανάκαμψης των επιχειρηματικών κερδών και βιώνοντας την ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση να αισθάνονται ανακουφισμένοι που απέφυγαν τα «χειρότερα», όπως ισχυρίζεται η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Να συμπαρατάσσονται με το ένα ή το άλλο αστικό στρατόπεδο, υιοθετώντας τη μία ή την άλλη εκδοχή της σφαγής τους.
Ο άλλος δρόμος είναι το διαζύγιο με το φόβο και τις αυταπάτες, το συμβιβασμό και την παραίτηση από τις διεκδικήσεις. Είναι η στροφή στην οργάνωση και στην αντεπίθεση. Στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, στο ζωντάνεμα των σωματείων και των αγώνων με γραμμή ρήξης και σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την εξουσία του. Στο αποφασιστικό δυνάμωμα της κοινωνικής συμμαχίας, της κοινής πάλης σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση εργατών, αυτοαπασχολούμενων και μικρομεσαίων αγροτών. Αυτός ο δρόμος, της ανυποχώρητης ταξικής πάλης με προοπτική την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, είναι ο μοναδικός που μπορεί να φέρει καλύτερες μέρες για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.
Η ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ είναι όρος για να αποκτήσει ο λαός το δικό του σχέδιο αντεπίθεσης, για να παλέψει για τη διέξοδο προς όφελός του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις