Βαρκελωνης και Μανιλας γωνια

Δεν ολοκληρώθηκε ακόμη ο τραγικός απολογισμός των θυμάτων και των τραυματιών από την δολοφονική επίθεση στην Βαρκελώνη (ενάμιση μήνα πριν το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας) και οι έμποροι του τρόμου ξαμολήθηκαν στα ΜΜΕ για την γνωστή δουλειά: Τρομολαγνεία, ψευτοανθρωπισμός, υποκρισία, πολιτική εκμετάλλευση, αποπροσανατολισμός. Τακτικές που είναι γνωστές από όλα τα παρόμοια χτυπήματα στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Αυτοί που χρόνια εξόπλισαν, ενθάρρυναν και χρησιμοποιήσαν τις θρησκόληπτες παρακρατικές συμμορίες, διαλύοντας κράτη και προκαλώντας ιμπεριαλιστικούς πολέμους, παριστάνουν ξανά τους «έκπληκτους». Φυσικά, οι ιμπεριαλιστές έξω από τον «δυτικό κόσμο» συνεχίζουν τα παζάρια και τις μπίζνες με παρόμοιες ομάδες για να χτυπήσουν τους ανταγωνιστές τους ενώ αξιοποιούν τα χτυπήματα τους για να επιβάλλουν κλίμα χειραγώγησης και καταστολής στο εσωτερικό των χωρών τους. Και ο κύκλος των αθώων θυμάτων συνεχίζει να μεγαλώνει…
Μέσα σε αυτήν την θλιβερή επανάληψη του διπόλου φασισμός/ιμπεριαλιστικός (ψευτο) ανθρωπισμός ή νόμος και τάξη/Ευρωπαϊκές αξίες ή ακροδεξιά/σοσιαλδημοκρατία-αριστερά που αναπαράγουν όλοι οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της ιμπεριαλιστικής πολιτικής (ΝΑΤΟ,Έυρωπαική Ένωση κ.α.) μετά από κάθε παρόμοια δολοφονική επίθεση, ήρθε να προστεθεί μια δήλωση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο: Αυτό του προέδρου που πριν από λίγες ώρες δήλωσε: Study what General Pershing of the United States did to terrorists when caught. There was no more Radical Islamic Terror for 35 years! (1).
Το κάλεσμα του Αμερικανού προέδρου σε όσους θέλουν να σταματήσουν αυτές οι επιθέσεις να «μελετήσουν το παράδειγμα του στρατηγού Πέρσινγκ και το τι έκανε στους τρομοκράτες όταν τους έπιανε» αναφέρεται σε έναν μύθο που έχει χρησιμοποιήσει στην προεκλογική του εκστρατεία: Ότι ο στρατηγός, επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής των ΗΠΑ στις Φιλλιπίνες στις αρχές του 20ου αιώνα, εκτελούσε τους αιχμαλώτους με σφαίρες βουτηγμένες σε αίμα χοίρων (ζώο ιερό για το Ισλάμ). Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο τους σκότωνε με τον πιο ατιμωτικό και προσβλητικό για την θρησκεία τους τρόπο αλλά τους «έκοβε» και την ελπίδα του υποτιθέμενου παράδεισου. Και έτσι δήθεν απέτρεπε άλλους απο το να ακολουθήσουν παρόμοιες πρακτικές.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, λίγες ώρες μετά το πολύνεκρο και δολοφονικό χτύπημα βγήκε και δήλωσε τα εξής. Α) Ότι επικροτεί την εκτέλεση αιχμαλώτων Β) Ότι καλεί όλους να διδαχθούν από παραδείγματα (μυθικά η όχι, δεν έχει σημασία) εκτελέσεων που προσβάλλουν την θρησκεία (η οποιαδήποτε άλλη αξία) των αιχμαλώτων (και όσων έχουν παρόμοιες αξίες με αυτούς) Γ) Ότι το μοντέλο για όλα αυτά είναι οι Φιλλιπίνες των αρχών του 20ου αιώνα. Δηλαδή ενώ αυτές οι παρακρατικές συμμορίες προσπαθούν να δικαιολογήσουν την δολοφονική (και επιχορηγούμενη από τους ιμπεριαλιστές) δράση τους με την επίκληση δήθεν θρησκευτικών «ιερών» πολέμων βγαίνει η κυβέρνηση του μεγαλύτερου ιμπεριαλιστικού κράτους και προτείνει εκτελέσεις (και τρόπο εκτέλεσης) αιχμαλώτων με βάση την θρησκεία και ατιμωτικό τρόπο εκτέλεσης με βάση την θρησκεία (που ούτε οι τζιχαντιστές δεν έχουν χρησιμοποιήσει σαν μέθοδο). Λιγότερο θα τους υποστήριζε αν τους έστελνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα…..
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από την εκτίμηση ότι αυτές οι δηλώσεις είναι «ακρότητες του Προέδρου» και «συντηρητικές παλαβομάρες». Εκτός αν γίνεται συνειδητά για να περάσουν χωρίς θόρυβο και να νομιμοποιηθούν. Η δήλωση του Τράμπ, ενός ανοιχτά ακροδεξιού και φασίστα πολιτικού, που εκλέχτηκε με το αντίστοιχο πολιτικό πρόγραμμα, είναι συνειδητή και σχεδιασμένη και έχει διπλό στόχο και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό ο στόχος είναι να στείλει ακόμα ένα μήνυμα υποστήριξης στους νεοναζί και την Κου-Κλουξ-Κλαν και τον ευρύτερο ακροδεξιό χώρο που ήταν και είναι οι πιο πιστοί υποστηρικτές του. Εξάλλου δεν έχουν περάσει πολλές μέρες που αυτοί οι χώροι δολοφόνησαν εν ψυχρώ μια 35χρονη αντιφασίστρια διαδηλώτρια και τραυμάτισαν δεκάδες άλλους διαδηλωτές. Μετά τον θόρυβο που ξεσήκωσε η δολοφονία (και μετά από μια εικονική «καταγγελία» που αναιρέθηκε μια μέρα μετά), πρέπει να αξιοποιηθεί και η Βαρκελώνη για να βοηθήσουμε τους οπαδούς του «νόμου και της τάξης».
Για το εξωτερικό η επιλογή των Φιλλιπίνων μόνο τυχαία δεν είναι αφού έχει έναν πολύ σημαντικό συμβολισμό: Να νομιμοποιήσει εκνέου και να αποενοχοποιήσει την πρώτη ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα ο συμβολισμός συνδέεται με την συγκεκριμένη περιοχή του Ειρηνικού στην οποία τώρα οξύνονται οι ανταγωνισμοί, περιοχή στην οποία οι ΗΠΑ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους.
Η «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας» για τους ιμπεριαλιστές (στις ΗΠΑ και γενικότερα) δεν είναι λοιπόν τίποτα άλλο από την αξιοποίηση της για τους ανταγωνισμούς στο εξωτερικό και την χειραγώγηση και καταστολή στο εσωτερικό, εγγύηση ότι τέτοιες επιθέσεις θα συνεχιστούν. Μέχρι οι λαοί να ξεφορτωθούν όλο το σύστημα και τους μηχανισμούς που τροφοδοτούν τέτοια φαινόμενα.
Και μια και ο Πρόεδρος μας πρότεινε το «μοντέλο» των Φιλλιπίνων, λίγα λόγια για αυτό το πρότυπο του «Ελεύθερου Κόσμου», όπως αυτοαποκαλούνταν οι ΗΠΑ (και όλοι οι σύμμαχοι τους) στον Ψυχρό Πόλεμο (και αυτοαποκαλούνται ακόμα)
Φιλλιπίνες: Η πρώτη πράξη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.
«Στις Φιλιππίνες δεν έχει μείνει ζωντανό ούτε ένα μωρό να κλάψει για τη νεκρή μητέρα του».
Μάρκ Τουέην
Οι Φιλλιπίνες ήταν στην κατοχή των Ισπανών από το 1565, όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι πλιατσικολόγοι («εξερευνητές»). Στα τέλη του 1890 (1896) ξεκίνησε αγώνας για ανεξαρτησία ενάντια στους Ισπανούς. Ένας στρατός από ξυπόλητους χωρικούς με πέτρες και ακόντια ξεκίνησε να δίνει άνισες μάχες ενάντια στους κατακτητές. Καθώς εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ αναζητούσαν νέες αγορές (όπως και όλοι οι ιμπεριαλιστές) ξέσπασε ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος (1898). Τότε ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ, Λ. Σπένσερ, ήρθε σε επαφή με τον πρώην ηγέτη των ανταρτών Αγκουινάλντο με σκοπό να τον πείσει να επιστρέψει στις Φιλιππίνες και να συνεχίσει την επανάσταση κατά των Ισπανών, υποσχόμενος τη βοήθεια του αμερικανικού ναυτικού και την ανεξαρτησία των νησιών με το πέρας του πολέμου.
Όντως, ο Αγκουινάλντο επέστρεψε τον Μάιο του 1898 και μέσα σε λίγους μήνες οι φιλιππινέζικες δυνάμεις άτακτων είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν όλη την επικράτεια των νησιών εκτός της Μανίλας, που τον Αύγουστο του ’98 ήταν περικυκλωμένη από 12 χιλιάδες Φιλιππινέζους αντάρτες και προσφάτως αχθέντα αμερικανικά στρατεύματα. Την παραμονή της κατάληψης της Μανίλας, οι Φιλιππινέζοι διοικητές των ανταρτών έλαβαν ένα σήμα από τους Αμερικανούς να μην εισέλθουν στην πόλη, καθώς κάθε απόσπασμα ιθαγενών που θα επιχειρούσε να περάσει τον ποταμό Πινγκ θα πυροβολούνταν από τους πεζοναύτες που είχαν λάβει θέσεις μάχης γύρω από την πρωτεύουσα.
Στις 13 Αυγούστου, η ισπανική φρουρά της Μανίλας παραδόθηκε στους Αμερικανούς αμαχητί και, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, στις Φιλιππίνες υπήρξε μια σιωπηρή συμφωνία αλλαγής φρουράς. Ουσιαστικά, στις 13 Αυγούστου του 1898 οι Φιλιππίνες προσαρτήθηκαν βίαια από τις ΗΠΑ, την ανεξαρτησία των οποίων ουδέποτε είχαν την πρόθεση να αναγνωρίσουν. Οι Αμερικανοί πούλησαν τους αντάρτες που πολύ γρήγορα βρέθηκαν να πολεμούν ενάντια στους «απελευθερωτές».
Το βράδυ της 4ης Φεβρουαρίου 1899, ο Αμερικανός πεζοναύτης Ρόμπερτ Γκέισων άνοιξε πυρ εναντίον ενός πλήθους Φιλιππινέζων, που προσπαθούσαν να περάσουν τη γέφυρα Σαν Χουάν ντελ Μόντε της πρωτεύουσας Μανίλα, διαμαρτυρόμενοι για τη «διακήρυξη της ήπιας ενσωμάτωσης» της χώρας τους από τις ΗΠΑ. Ο Γκέισων έριχνε την πρώτη τουφεκιά ενός πολέμου που θα κρατούσε έντεκα ολόκληρα χρόνια, αφήνοντας πίσω του πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς ιθαγενείς και θα άλλαζε το τοπίο των νησιών των Φιλιππίνων για πάντα.
Η χώρα καταλήφθηκε πολύ γρήγορα από τα αμερικανικά στρατεύματα και τέθηκε υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου. Οι αντάρτες δεν είχαν όπλα και η μόνη επιλογή ήταν ο παρατεταμένος ανταρτοπόλεμος. Οι Αμερικανοί από την άλλη, αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους σαν «καφέ Ινδιάνους», και οι τακτικές τους ήταν παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποίησαν για την εξόντωση των Ινδιάνων στις ΗΠΑ.
Έτσι, οι Αμερικανοί έστησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτών, προσπάθησαν να απομονώσουν τους αντάρτες από τις βάσεις στρατολόγησης και επισιτισμού τους και επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία κατατρομοκράτησης του ντόπιου πληθυσμού. Επιπλέον, η στάση των Αμερικανών διοικητών και στρατιωτών απέναντι στους αντάρτες αλλά και τους πολίτες ήταν βαθιά ρατσιστική και συνήθως οι περίπολοι επέστρεφαν στις βάσεις τους χωρίς αιχμαλώτους.
Ουσιαστικά, η υιοθέτηση από τις αμερικανικές δυνάμεις της τακτικής του «ολοκληρωτικού πολέμου», σε συνδυασμό με την πλήρη περιφρόνηση για την αξία της ζωής των Φιλιππινέζων, αποτέλεσε μια φονική συνταγή γενοκτονίας εις βάρος των κατοίκων των νησιών (2). Τον Νοέμβρη του 1901, ο απεσταλμένος της εφημερίδας Κήρυκας της Φιλαδέλφειας έγραψε ότι «οι στρατιώτες μας έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εξολόθρευση ανδρών, γυναικών, παιδιών, αιχμαλώτων, ανταρτών και υπόπτων, ακόμη και παιδιών άνω των 10 ετών. Η ιδέα που επικρατεί εδώ είναι ότι οι Φιλιππινέζοι είναι λίγο καλύτεροι από σκυλιά».
Παρόλα αυτά το αντάρτικο κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Ακόμα και όταν καταλήφθηκαν οι περισσότερες πόλεις και συνθηκολόγησε το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας τους, οι αντάρτες τραβήχτηκαν στις ζούγκλες των νησιών και χρειάστηκαν τρία χρόνια άγριων μαχών για να επικρατήσουν οι Αμερικανοί. Σε αυτές τις μάχες ο στρατός των ΗΠΑ αναγκάστηκε να κινητοποιήσει 63.000 στρατιώτες, αριθμός πολύ μεγάλος για την εποχή και για τον αντίπαλο, αν σκεφτεί κανείς ότι οι αντάρτες πάλευαν ξυπόλητοι χωρίς εφόδια και με κύρια όπλα τα ξύλινα κοντάρια και τα μαχαίρια (και όποια λάφυρα από το πεδίο της μάχης) (3)
O πόλεμος στις Φιλιππίνες και οι αμερικανικές ωμότητες προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ. Διανοούμενοι όπως ο Μαρκ Τουέιν, ο Άντριου Κάρνεγκι και ο Γουίλ Μπράιαν δημιούργησαν την Αμερικανική Αντιιμπεριαλιστική Λίγκα, καλώντας κάθε ευσυνείδητο Αμερικανό πολίτη να αντιταχθεί στον πόλεμο και την προσάρτηση των Φιλιππίνων. Κατά τον Τουέιν, «Αυτό που σημαίνει αυτή η εμπλοκή είναι η απώλεια της αθωότητας των ΗΠΑ ως έθνους και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είμαστε πλέον ό,τι οι ιδρυτές πατέρες αυτού του έθνους πολέμησαν. Γίναμε ιμπεριαλιστές, όχι καλύτεροι από τους Βρετανούς και Ισπανούς».
Με το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση των νησιών, τα αγγλικά θα επιβάλλονταν ως η επίσημη γλώσσα και οι Φιλιππινέζοι θα παρέμεναν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην ίδια τους τη χώρα ως το 1946. Η αποικιοκρατία των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν η Ουάσιγκτον άρχισε να στηρίζει σειρά δικτατορικών καθεστώτων με αποκορύφωμα το καθεστώς του προέδρου Φέρντιναντ Μάρκος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία πολιτικών του αντιπάλων και τη διασπάθιση κολοσσιαίων ποσών της δημόσιας περιουσίας (4). Η καταστολή και η διαφθορά συνεχίστηκαν και μετά την διακυβέρνηση Μάρκος, όπως και οι λαϊκοί αγώνες. Η τελευταία κυβέρνηση των Φιλιππίνων με πρόεδρο τον Ντουάρτε έχει επιχειρήσει ανοίγματα προς το εξωτερικό (Κίνα), γεγονός που έχει τραβήξει το γνωστό και διαχρονικό «ανθρωπιστικό» ενδιαφέρον των ΗΠΑ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις